«Συναίσθημα» και «λογική» είναι δύο λέξεις τόσο ισχυρές, που έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν την πορεία και την έκβαση σημαντικών καταστάσεων της ζωής μας από τη μια στιγμή στην άλλη και πολλές φορές μας δυσχεραίνουν ιδιαίτερα στο να ελέγξουμε τον εαυτό μας και να διαχειριστούμε ορθά τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Οι δύο παραπάνω έννοιες παρουσιάζουν μια τεράστια δυσκολία στο να συνυπάρξουν αρμονικά, αφού έρχονται συχνά σε σφοδρή μετωπιαία σύγκρουση, και θα μπορούσαμε να πούμε πως εκτυλίσσεται μεταξύ τους μια διαρκής και άνιση μάχη, με αποτέλεσμα να μας δυσκολεύουν να λάβουμε μια απόφαση, ή τελικά η απόφαση στην οποία καταλήγουμε να μεροληπτεί υπέρ της λογικής ή του συναισθήματος και εμείς να κυριευόμαστε από ένα γενικευμένο και απροσδιόριστο αίσθημα του ανικανοποίητου.
Και φυσικά οι ρίζες αυτής της ανισορροπίας βρίσκονται κάπου στο παρελθόν, στην παιδική μας ηλικία, στα βιώματά μας, στον τρόπο που μεγαλώσαμε και στις αξίες που μας εμφύσησαν οι γονείς και τα σημαντικά για εμάς πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές της ζωής μας.
Εάν κάποιος έζησε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου το συναίσθημα ήταν σε μόνιμη βάση «ευνουχισμένο» και η ζυγαριά έγερνε υπέρ της λογικής, είναι αναμενόμενο πως θα συνεχίσει ως ενήλικας να λειτουργεί περισσότερο με βάση τα «πρέπει» και τις κοινωνικές επιταγές και να θάβει αυτά που νιώθει και επιθυμεί. Το πιο πιθανό είναι πως ένα τέτοιο άτομο, θα επηρεάζεται πολύ εύκολα και θα εξαρτάται από τη γνώμη και την άγονη κριτική των άλλων, δεν θα έχει μια υγιή αυτοεκτίμηση και θα γίνεται πολλές φορές υποχείριο και θύμα εκμετάλλευσης των γύρω του. Επίσης, το άτομο αυτό θα βιώνει έντονες εσωτερικές συγκρούσεις, θα νιώθει συχνά ενοχές και θα δυσκολεύεται να αναπτύξει μια θετική αλληλεπίδραση στις σχέσεις του.
Αντίθετα, ένα άτομο που έμαθε από τους γονείς του να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα θετικά και αρνητικά του συναισθήματα, που «εκπαιδεύτηκε» στο να τηρεί σταθερά όρια και να θέτει «απαγορευτικά» σε καταστάσεις και πρόσωπα, προκειμένου να διεκδικήσει, να υπερασπιστεί και να προστατέψει τον εαυτό του και να θωρακίσει την ψυχική του υγεία και που οι θεμελιώδεις αρχές βάσει των οποίων λειτουργούσε και ήταν δομημένο το οικογενειακό του σύστημα, ήταν ο σεβασμός, η κατανόηση, το μοίρασμα, η αγάπη, το ενδιαφέρον, η ενσυναίσθηση και ο δημοκρατικός διάλογος, το πιο πιθανό είναι να εξελιχθεί σε ένα συγκροτημένο άτομο, που θα είναι σε θέση στην πορεία της ζωής του να χειρίζεται τα «θέλω» και τα «πρέπει» με έναν ισορροπημένο τρόπο και θα μπορεί να αντλήσει από τη ζωή του ουσιαστική ικανοποίηση.
Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο «συναίσθημα» και τη «λογική», μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Το ταξίδι της αυτογνωσίας είναι η ευκαιρία να ανακαλύψει κάποιος την πηγή που του προκαλεί επώδυνα συναισθήματα, να επεξεργαστεί τα τραύματα και να αναλύσει τις αρνητικές εμπειρίες που έχει βιώσει, να οργανώσει τις σκέψεις του, να πιστέψει ουσιαστικά στον εαυτό του και στις δυνάμεις του, να βγάλει στην επιφάνεια τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες του, ανεπηρέαστος από τις υποδείξεις και τις προσδοκίες των γύρω του και όταν κλείσει τον κύκλο της εσωτερικής του αναζήτησης, να είναι πλέον σε θέση να διαχειρίζεται μόνος του, τις καταστάσεις όπου δυσκολεύεται να βρει την ισορροπία ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω» του.